- σχολή
- Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου.
* * *η, ΝΜΑτο ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» — φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο, μαθητή τού Σωκράτους και τής οποίας οι οπαδοί πρέσβευαν τον άκρατο ηδονισμό)νεοελλ.1. (κυρίως) ανώτερο και ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα («Φιλοσοφική Σχολή»)2. συνεκδ. το σύνολο τών καθηγητών ή σπουδαστών πανεπιστημιακού ιδρύματος («αύριο θα συνεδριάσει η σχολή μας στο κεντρικό αμφιθέατρο»)3. (κατ' επέκτ.) το κτήριο όπου στεγάζεται το παραπάνω ίδρυμα («άρχισε το χτίσιμο τής σχολής»)4. επιστημονική αποστολή, συνήθως μόνιμη, σε μια χώρα που σκοπό έχει την εξυπηρέτηση αρχαιολογικών, φιλολογικών κ.ά. σκοπών («γαλλική αρχαιολογική σχολή»)5. το σύστημα ενός φιλοσόφου, η κοσμοθεωρία του στο σύνολό της («πλατωνική σχολή»)6. κίνηση, ρεύμα, ομάδα ή σύνολο επιστημόνων, φιλοσόφων, πολιτικών ή καλλιτεχνών που ακολουθούν τις ίδιες αρχές, έχουν κοινές αντιλήψεις, ενώ συνήθως αναγνωρίζουν έναν από αυτούς ως ηγέτη (α. «η σχολή τού συμβολισμού» β. «σχολή τού Ραφαήλ» γ. «σχολή τού Μακιαβέλι» δ. «καντιανή σχολή»)7. φρ. α) «Μεγάλη τού Γένους Σχολή» — ανώτατη σχολή που ιδρύθηκε μετά την άλωση στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριοβ) «στρατιωτικές σχολές» — σχολές όπου γίνεται η εκπαίδευση τών νέων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στον στρατόγ) «ανώτερες σχολές» — σχολές μεταξύ δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσηςδ) «ανώτατες σχολές» — τα πανεπιστήμια, πολυτεχνεία και άλλα ισότιμα πνευματικά ιδρύματα όπου οι φοιτητές σπουδάζουν σε βάθος έναν συγκεκριμένο γνωστικό τομέα και παράλληλα μυούνται στην επιστημονική έρευνα, δηλαδή στη συστηματική και μεθοδευμένη προσπάθεια για την παραγωγή έγκυρης γνώσηςε) «πανεπιστημιακή σχολή» — σχολή που εντάσσεται στο πανεπιστήμιοστ) «σχολές εμπορικού ναυτικού» — σχολές στις οποίες γίνεται εκπαίδευση τών νέων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στο εμπορικό ναυτικόζ) «ιερατικές σχολές» — σχολές μέσης εκπαίδευσης που αποσκοπούν στη μόρφωση τού εφημεριακού κλήρουη) «γεωργικές σχολές» — σχολές στις οποίες παρέχονται γνώσεις για την ανάπτυξη και τη βελτίωση τής γεωργικής παραγωγής, καθώς και για τις τεχνικές επεξεργασίες τών φυτικών και ζωικών προϊόντωνμσν.στον πληθ. αἱ σχολαίτα τάγματα τής αυτοκρατορικής σωματοφυλακής στο Βυζάντιομσν.-αρχ.οκνηρία, αργοπορία («σχολὴ τερπνὸν κακόν», Ευρ.)αρχ.1. αργία, απραξία, ανάπαυση, σχόλη2. κατάπαυση, γαλήνευση («ὡς ἂν σχολὴν λύσωμεν... πόνων», Ευρ.)3. παύση, σταμάτημα μιας ενασχόλησης («σχολή ἐστί τινι τῶν πράξεων», Πλάτ.)4. ο ελεύθερος χρόνος που διατίθεται για μια πνευματική ενασχόληση5. το αντικείμενο στο οποίο αφιερώνει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του και, κυρίως, σπουδαία πνευματική εργασία ή μελέτη6. το σύνολο τών μαθητών και τών οπαδών φιλοσόφου συγκεντρωμένο στο εντευκτήριό τους7. σχολαστήριον*8. διοικητική περιοχή9. (με τοπ. σημ.) κενός χώρος10. ελεύθερη πρόσβαση11. στέρηση12. (η δοτ. ως επίρρ.) σχολῇα) με άνεση χρόνου, σιγά σιγάβ) μόλις και μετά βίας ή καθόλουγ) (με το μόριο γε) σχολῇ γεi) διόλου βέβαιαii) (συν. στην απόδοση υποθετικής πρότασης προκειμένου να εισαγάγει ισχυρότερο επιχείρημα) πολύ λιγότερο τότε («εἴ αὗται... μὴ ἀκριβεῑς εἰσιν σχολῇ αἵ γε ἄλλαι», Πλάτ.)13. (με πρόθεση και με επιρρμ. σημ.) ἐπὶ σχολῆς και κατὰ σχολήν και μετὰ σχολῆς και ὑπὸ σχολῆςστην κατάλληλη ευκαιρία14. φρ. α) «σχολὴν ἄγω» — έχω ελεύθερο χρόνοβ) «σχολὴν ἄγω περί τίνα» — αφιερώνω τον χρόνο μου για κάποιον (Λουκιαν.)γ) «σχολὴν ἔχω» — έχω καιρό διαθέσιμοδ) «σχολὴν ἔχει ἀμφὶ ἑαυτὸν» — έχει χρόνο διαθέσιμο για τις ατομικές του εργασίες (Ξεν.)ε) «σχολὴν ποιοῡμαι» — βρίσκω ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθώ με κάτι (Ξεν.)στ) «σχολὴν λαμβάνω» — βρίσκω την ευκαιρία να κάνω κάτι (Ευρ.)ζ) «σχολὴν τίθημι» — βραδύνω, αργοπορώ (Αισχύλ.)η) «σχολή ἐστί μοι [ή πάρεστι]»i) έχω καιρό, ευκαιρώ να κάνω κάτιii) (με απαρμφ.) υπάρχει καιρός να... θ) «σχολὴν δίδωμι [ή παρέχω] τινί» — δίνω την ευκαιρία σε κάποιον (Ξεν.)ι) «σχολὴ γίγνεται» — υπάρχει χρόνος, καιρός (Θουκ.)ια) «σχολὴ ἀπό τινος» — η παύση μιας ασχολίαςιβ) «σχολῆς τόδ' ἔργον» — έργο που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή (Ευρ.)ιγ) «Ἠθικαὶ σχολαί» — τίτλος έργου τού Περσέως τού Κιτιέωςιδ) «ἡγεῑσθαι σχολῆς» — το να είναι κανείς αρχηγός σχολής (Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- τού ρ. ἔχω* (πρβλ. αόρ. ἔσχον) τού οποίου η ρίζα *segh- είχε σημ. «κρατώ στερεά, σταματώ». Προβλήματα ωστόσο παρουσιάζουν τόσο ο φωνηεντισμός -ο- τής λ. όσο και το επίθημα -λη, που πολλοί έχουν αποδώσει σε αναλογική επίδραση τών βολή, στολή κ.λπ. Η σύνδεση, εξάλλου, τής λ. με το ρ. ἀσχάλλω «δυσανασχετώ, θρηνώ, διστάζω» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η σημασιολογική εξέλιξη τής λέξης και τών παραγώγων της. Από αρχική σημ. «αργία, απραξία, ανάπαυση, αναβολή, οκνηρία, τεμπελιά» (πρβλ. σχολαῖος, σχολαστής, σχολερός και τα νεοελλ. σχόλη, σχολιανός, σχολιάτικος), η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την πνευματική ενασχόληση με την οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί δημιουργική εκμετάλλευση τού ελεύθερου χρόνου, από όπου, τελικά, στους ελληνιστικούς χρόνους η λ. σχολή χρησιμοποιήθηκε με σημ. «μελέτη, σπουδή φιλοσοφική» και «ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο». Τη λ. με την τελευταία της σημ. δανείστηκε η Λατινική (λατ. schola «σχολείο») και από αυτήν οι λατινογενείς κ.ά. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. school, γαλλ. ecole, ιταλ. scuola, ισπ. escuela, γερμ. Schule, ρουμ. şcoală). Η ίδια σημασιολογική εξέλιξη τής λ. σχολή παρατηρείται και στα παράγωγα σχολάζω*, σχολαστικός*, σχολείο* και, τέλος, στη λ. σχόλιο(ν)*, που χρησιμοποιήθηκε μτγν. για να δηλώσει το αποτέλεσμα τής μελέτης, δηλ. τη σύντομη εξήγηση, ερμηνευτική αποσαφήνιση ενός αρχαίου κειμένου, μιας λέξης ή φράσης και στη Νέα Ελληνική με επιπρόσθετη αρνητική σημ. την δυσμενή κρίση ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης ή τής συμπεριφοράς ενός προσώπου, το κουτσομπολιό (πρβλ. σχολιάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.